- seismotaxis
- сейсмотаксис* * *сейсмотаксис
English-russian biological dictionary. 2013.
English-russian biological dictionary. 2013.
σεισμόταξη — η, Ν βιολ. τακτισμός οφειλόμενος σε απόκριση στις μηχανικές δονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismotaxis (< σεισμός + τάξις)] … Dictionary of Greek